- δανειστάς
- δανειστά̱ς , δανειστήςmoney-lendermasc acc plδανειστά̱ς , δανειστήςmoney-lendermasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… … Dictionary of Greek
φυγαδεύω — ΝΜΑ, και φυγαδείω Α [φυγάς, άδος] νεοελλ. βοηθώ κάποιον να διαφύγει, να δραπετεύσει μσν. αρχ. 1. εκδιώκω, εξορίζω («οὔτε... κτείνειν ἢ φυγαδεύειν οὐδ ὀστρακίζειν... τὸν τοιοῡτον πρέπον», Αριστοτ.) 2. τρέπω σε φυγή («φυγαδεύοντας τοὺς δανειστάς»,… … Dictionary of Greek